- θειάζω
- θειάζω (Α) [θείος (Ι)]1. είμαι εμπνευσμένος, έχω θεία έμπνευση και μαντεύω, προφητεύω («ὁπόσοι τι τότε αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν» — και όσοι τους έκαναν να ελπίσουν με μαντείες, Θουκ.)2. λαμβάνω θεία έμπνευση («θειάζει καὶ θεοφορεῖται» — είναι θεϊκά εμπνευσμένος)3. λατρεύω ως θεό, αποδίδω θεϊκές τιμές4. θεοποιώ, κάνω κάτι θεϊκό.
Dictionary of Greek. 2013.